κωμάζω

κωμάζω
κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος]
1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῡ», Ησίοδ.)
2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς τιμήν ἡρωα ἡ νικητή («κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε... εἰς Αἴτναν», Πίνδ. β. «πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσας», Πίνδ.)
3. πλησιάζω κάποιον τραγουδώντας και χορεύοντας προς τιμήν του («ὡς ἡ Ἀφροδίτη κωμάζοι παρὰ τὸν Διόνυσον», Πλούτ.)
4. εξυμνώ κάποιον («τόν, ὦ πολῑται, κωμάξατε», Πίνδ.)
5. τραγουδώ στην πόρτα αγαπημένης («ἐπὶ γαμετὰς γυναῑκας οὐδεὶς ἄν κωμάζειν τολμήσειεν», Ισαί.)
6. ενσκήπτω, εμφανίζομαι ξαφνικά, πέφτω σε κάποιον («ἄτη εἰς πόλιν ἐκώμασεν», Τρύφ.)
7. τραγουδώ αισχρούς στίχους
8. φέρομαι χυδαία
9. παροιμ. φρ. α) «ὗς ἐκώμασεν» — φέρθηκε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, τά έκανε γυαλιά-καρφιά
β) «εἰς μελίττας ἐκώμασας» — έβαλες μπελάδες στο κεφάλι σου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωμάζω — revel pres subj act 1st sg κωμάζω revel pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάζῃ — κωμάζω revel pres subj mp 2nd sg κωμάζω revel pres ind mp 2nd sg κωμάζω revel pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάσω — κωμάζω revel aor subj act 1st sg κωμάζω revel fut ind act 1st sg κωμάζω revel aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάσῃ — κωμάζω revel aor subj mid 2nd sg κωμάζω revel aor subj act 3rd sg κωμάζω revel fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαζόντων — κωμάζω revel pres part act masc/neut gen pl κωμάζω revel pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάζει — κωμάζω revel pres ind mp 2nd sg κωμάζω revel pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάζοντα — κωμάζω revel pres part act neut nom/voc/acc pl κωμάζω revel pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάζοντι — κωμάζω revel pres part act masc/neut dat sg κωμάζω revel pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάζουσι — κωμάζω revel pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κωμάζω revel pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάζουσιν — κωμάζω revel pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κωμάζω revel pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”